καταγμάτων

καταγμάτων
κάταγμα
wool drawn
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • Μπογκομόλετς, Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς — (1881 – 1946). Ρώσος βιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Νοβοροσίνσκι της Οδησσού, απ’ όπου αποφοίτησε το 1906. Διετέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σαράτοφ (1911 25), καθηγητής της ιατρικής στο δεύτερο πανεπιστήμιο της Μόσχας (1925 31) και …   Dictionary of Greek

  • Соран (древнегреческий врач и писатель) — (Σωρανός) древнегреческий врач и писатель, родом из Ефеса; преподавал медицину в Риме и Александрии при Траяне и Гадриане (1 я половина II в. по Р. Х.). С. был главой так назыв. методиков в медицине (см. соотв. статью). От С. дошли следующие… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Соран (древнегреческий врач и писатель) — (Σωρανός) древнегреческий врач и писатель, родом из Ефеса; преподавал медицину в Риме и Александрии при Траяне и Гадриане (1 я половина II в. по Р. Хр.). С. был главой так назыв. методиков в медицине (см. соотв. статью). От С. дошли следующие… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Соран Эфесский — У этого термина существуют и другие значения, см. Соран. Соран Эфесский лат. Soranus Дата рождения: 98 год(0098) Место рождения: Эфес (город …   Википедия

  • Sorānos — Sorānos, griechischer Arzt, aus Ephesos, um 100 n. Chr., bildete sich in Alexandrien u. lebte unter Trajanus u. Hadrianns in Rom, wo er ohne Beifall prakticirte. Er suchte bes. die Methodische Schule auf feste Grundsätze zurückzuführen u. schr.… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • αυλακονάρθηκας — ο αυλακωτός συρμάτινος νάρθηκας για την τοποθέτηση καταγμάτων των αρθρώσεων …   Dictionary of Greek

  • κριγμός — ο (Α κριγμός) [κρίζω] τριγμός νεοελλ. ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών… …   Dictionary of Greek

  • οστεοσάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθες νεόπλασμα του συνδετικού ιστού, το οποίο αναπτύσσεται μέσα ή από τα στοιχεία του οστού. Είναι εξαιρετικά κυτταροβριθές νεόπλασμα, και αποτελείται από στρογγυλά νεόπλαστα, από ατρακτοειδή ή πολύμορφα κύτταρα και από… …   Dictionary of Greek

  • σχίδιον — τὸ, Α [σχίδα] 1. υποκορ. μικρή σχίζα 2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων τού μηρού ή τής κνήμης 3. δόρυ 4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια «ὠμόλινα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”